κουνκάν

κουνκάν
το
είδος παιχνιδιού που παίζεται με δύο τράπουλες και από δύο έως οκτώ παίκτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cooncan, με προσαρμογή από παλαιό ισπ. παιγνίδι Conquian < λατινοαμερικ. con quien < ισπ. con quien? «με ποιον;»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κουνκανατζής — ο, θηλ. κουνκανατζού άτομο που παίζει συνεχώς κουνκάν. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουνκάν + κατάλ. ατζής (< τουρκ. κατάλ. ci), πρβλ. δοσ ατζής, παγωτ ατζής] …   Dictionary of Greek

  • κουμκάν — το βλ. κουνκάν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”